- σπόρω
- σπόροςsowingmasc nom/voc/acc dualσπόροςsowingmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπόρῳ — σπόρος sowing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροσπορώ — έω, Α σπέρνω εδαφική έκταση με σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + σπορῶ (< σπόρος < σπόρος < σπείρω), πρβλ. παιδο σπορώ, χορτο σπορώ] … Dictionary of Greek
χορτοσπορώ — έω, Α σπέρνω χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + σπορῶ (< σπόρος), πρβλ. πυρο σπορῶ] … Dictionary of Greek
λαχανεύω — (Α) [λάχανον] 1. φυτεύω λάχανα 2. μέσ. λαχανεύομαι μαζεύω λάχανα 3. παθ. α) (για τόπο) χρησιμεύω για φύτευση λαχάνων ή παράγω λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», Στράβ.) β) τρώγομαι ως… … Dictionary of Greek
υπεργάζομαι — ΜΑ ενεργώ κρυφά, υπονομεύω αρχ. 1. ανασκάπτω, οργώνω («τῷ σπόρῳ νεὸν ὑπεργάζεσθαι», Ξεν.) 2. κάνω κρυφά κάτι 3. παράγω βαθμιαία 4. εξυπηρετώ, προσφέρω εκδούλευση («ἐπεὶ νῷν πόλλ ὑπείργασται φίλα», Ευρ.) 5. καταβάλλω, υποτάσσω («ὑπείργασμαι ψυχὴν… … Dictionary of Greek